ἀμφιδέαι: Difference between revisions
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιδέαι''': -αἱ, πᾶν ὅ,τι περιδέει ἢ περιδέεται, περιβραχιόνιον, περισφύριον, Ἡρόδ. 2. 69, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 26· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] οὐδ. ἀμφίδεα, τά, [[αὐτόθι]] 17. 151. 7· (ὁ Βοίκχιος γράφει ἀμφιδεαῖ, -δεᾶ): ὁ Ἡσύχιος λέγει: «[[ἀμφιδέαι]], ψέλλια, κρίκοι, δακτύλιοι.» 2) οἱ σιδηροῖ κρίκοι, Λατ. armillae, δι’ ὧν τὰ φύλλα τῶν θυρῶν προσηρμόζοντο καὶ ἐστηρίζοντο ἐπὶ τῶν στροφέων «ῥιζέδων», Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἰουδεν. 3. 304: ἀνφιδέαι σιδηραῖ στρογγύλαι ἀπὸ κλείθρου τέτταρες Βοίκχ. ἐν Ἐπιγρ. Ναυτ. σ. 409. 3) τὰ ἀμφίδεα, τὰ χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 610. 42, «ἀμφίδεον, τοῦ στόματος τῆς μήτρας τὸ ἐν κύκλῳ [[ἄκρον]]… κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν γυναικείων ψελλίων», Γαλην. Λεξ. | |lstext='''ἀμφιδέαι''': -αἱ, πᾶν ὅ,τι περιδέει ἢ περιδέεται, περιβραχιόνιον, περισφύριον, Ἡρόδ. 2. 69, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 26· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] οὐδ. ἀμφίδεα, τά, [[αὐτόθι]] 17. 151. 7· (ὁ Βοίκχιος γράφει ἀμφιδεαῖ, -δεᾶ): ὁ Ἡσύχιος λέγει: «[[ἀμφιδέαι]], ψέλλια, κρίκοι, δακτύλιοι.» 2) οἱ σιδηροῖ κρίκοι, Λατ. armillae, δι’ ὧν τὰ φύλλα τῶν θυρῶν προσηρμόζοντο καὶ ἐστηρίζοντο ἐπὶ τῶν στροφέων «ῥιζέδων», Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἰουδεν. 3. 304: ἀνφιδέαι σιδηραῖ στρογγύλαι ἀπὸ κλείθρου τέτταρες Βοίκχ. ἐν Ἐπιγρ. Ναυτ. σ. 409. 3) τὰ ἀμφίδεα, τὰ χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 610. 42, «ἀμφίδεον, τοῦ στόματος τῆς μήτρας τὸ ἐν κύκλῳ [[ἄκρον]]… κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν γυναικείων ψελλίων», Γαλην. Λεξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br /><b>1</b> bracelet, anneau;<br /><b>2</b> chaîne pour fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δέω]]¹.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], περιβραχιόνιον, [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδέαι: -αἱ, πᾶν ὅ,τι περιδέει ἢ περιδέεται, περιβραχιόνιον, περισφύριον, Ἡρόδ. 2. 69, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 26· ἀλλ’ ὡσαύτως οὐδ. ἀμφίδεα, τά, αὐτόθι 17. 151. 7· (ὁ Βοίκχιος γράφει ἀμφιδεαῖ, -δεᾶ): ὁ Ἡσύχιος λέγει: «ἀμφιδέαι, ψέλλια, κρίκοι, δακτύλιοι.» 2) οἱ σιδηροῖ κρίκοι, Λατ. armillae, δι’ ὧν τὰ φύλλα τῶν θυρῶν προσηρμόζοντο καὶ ἐστηρίζοντο ἐπὶ τῶν στροφέων «ῥιζέδων», Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἰουδεν. 3. 304: ἀνφιδέαι σιδηραῖ στρογγύλαι ἀπὸ κλείθρου τέτταρες Βοίκχ. ἐν Ἐπιγρ. Ναυτ. σ. 409. 3) τὰ ἀμφίδεα, τὰ χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 610. 42, «ἀμφίδεον, τοῦ στόματος τῆς μήτρας τὸ ἐν κύκλῳ ἄκρον… κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν γυναικείων ψελλίων», Γαλην. Λεξ.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
1 bracelet, anneau;
2 chaîne pour fermer une porte.
Étymologie: ἀμφί, δέω¹.
Syn. βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.