ἀμπελουργεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμπελουργεῖον''': τό, [[ἀμπελών]], Αἰσχίν. 49. 13 ([[ἔνθα]] ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. [[ἀμπέλειος]]. | |lstext='''ἀμπελουργεῖον''': τό, [[ἀμπελών]], Αἰσχίν. 49. 13 ([[ἔνθα]] ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. [[ἀμπέλειος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀμπελών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A vineyard, Aeschin.2.156 (v.l. ἀμπελῶνι), Suid. s.v. ἀμπέλειος.
German (Pape)
[Seite 129] v. l. für ἀμπελών, Aesch. 2, 156, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργεῖον: τό, ἀμπελών, Αἰσχίν. 49. 13 (ἔνθα ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. ἀμπέλειος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. ἀμπελών.