Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφίτομος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίτομος''': -ον, ὁ [[ἑκατέρωθεν]] τέμνων, δίστομος, [[βέλεμνον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1496· λόγχαι, [[ξίφη]] Εὐρ. Ἱππ. 1375, Ἠλ. 164· ἐν τῷ Θησ. Στ. γράφεται παροξυτόνως ἀμφιτόμος.
|lstext='''ἀμφίτομος''': -ον, ὁ [[ἑκατέρωθεν]] τέμνων, δίστομος, [[βέλεμνον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1496· λόγχαι, [[ξίφη]] Εὐρ. Ἱππ. 1375, Ἠλ. 164· ἐν τῷ Θησ. Στ. γράφεται παροξυτόνως ἀμφιτόμος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à deux tranchants.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[τέμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 145] zweischneidig, βέλεμνον Aesch. Ag. 1475; λόγχαι Eur. Hipp. 1375; ξίφος El. 164. Ebenso sp. D., z. B. Ap. Rh. 1, 168 πέλεκυς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτομος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν τέμνων, δίστομος, βέλεμνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1496· λόγχαι, ξίφη Εὐρ. Ἱππ. 1375, Ἠλ. 164· ἐν τῷ Θησ. Στ. γράφεται παροξυτόνως ἀμφιτόμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: ἀμφί, τέμνω.