ἀναβαθμός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναβαθμός''': ὁ, κλῖμαξ, βαθμός, Ἡροδ. 2. 125, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 5. 1, Δίων Κ. 65. 21· «τοὺς δὲ ἀναβαθμοὺς (εἴποις ἂν) καὶ [[βάθρα]] καὶ ἕδρας καὶ ἑδώλια» [[Πολυδ]]. Δ. 121· «ἀναβαθμοί, ἀναβάσεις» Σουΐδ. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ οἱ ἀναβαθμοὶ [[εἶναι]] διάφορα ἀντιφωνικὰ τροπάρια· πᾶς [[ἦχος]] ἔχει τοὺς ἀναβαθμοὺς αὑτοῦ· οἱ ἀναβαθμοὶ διαιροῦνται εἰς [[τρία]] μέρη, ἅτινα καλοῦνται ἀντίφωνα.
|lstext='''ἀναβαθμός''': ὁ, κλῖμαξ, βαθμός, Ἡροδ. 2. 125, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 5. 1, Δίων Κ. 65. 21· «τοὺς δὲ ἀναβαθμοὺς (εἴποις ἂν) καὶ [[βάθρα]] καὶ ἕδρας καὶ ἑδώλια» [[Πολυδ]]. Δ. 121· «ἀναβαθμοί, ἀναβάσεις» Σουΐδ. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ οἱ ἀναβαθμοὶ [[εἶναι]] διάφορα ἀντιφωνικὰ τροπάρια· πᾶς [[ἦχος]] ἔχει τοὺς ἀναβαθμοὺς αὑτοῦ· οἱ ἀναβαθμοὶ διαιροῦνται εἰς [[τρία]] μέρη, ἅτινα καλοῦνται ἀντίφωνα.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />degré, marche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβαθμός Medium diacritics: ἀναβαθμός Low diacritics: αναβαθμός Capitals: ΑΝΑΒΑΘΜΟΣ
Transliteration A: anabathmós Transliteration B: anabathmos Transliteration C: anavathmos Beta Code: a)nabaqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A flight of steps, stair, Hdt.2.125, Arist.Oec.1347a5, D.C.65.21; δι' ἀναβαθμῶν by degrees, Ph.2.557.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, dass., Her. 1, 125; Ael. H. A. 6, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαθμός: ὁ, κλῖμαξ, βαθμός, Ἡροδ. 2. 125, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 5. 1, Δίων Κ. 65. 21· «τοὺς δὲ ἀναβαθμοὺς (εἴποις ἂν) καὶ βάθρα καὶ ἕδρας καὶ ἑδώλια» Πολυδ. Δ. 121· «ἀναβαθμοί, ἀναβάσεις» Σουΐδ. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ οἱ ἀναβαθμοὶ εἶναι διάφορα ἀντιφωνικὰ τροπάρια· πᾶς ἦχος ἔχει τοὺς ἀναβαθμοὺς αὑτοῦ· οἱ ἀναβαθμοὶ διαιροῦνται εἰς τρία μέρη, ἅτινα καλοῦνται ἀντίφωνα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
degré, marche.
Étymologie: ἀναβαίνω.