Εὐμολπίδαι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_3)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Εὐμολπίδαι''': «[[οὕτως]] οἱ ἀπὸ Εὐμόλπου ἐκαλοῦντο, τοῦ πρώτου ἱεροφαντήσαντος...» Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''Εὐμολπίδαι''': «[[οὕτως]] οἱ ἀπὸ Εὐμόλπου ἐκαλοῦντο, τοῦ πρώτου ἱεροφαντήσαντος...» Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les Eumolpides, <i>famille sacerdotale à Athènes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Εὔμολπος]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Εὐμολπίδαι: «οὕτως οἱ ἀπὸ Εὐμόλπου ἐκαλοῦντο, τοῦ πρώτου ἱεροφαντήσαντος...» Ἡσύχ., Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Eumolpides, famille sacerdotale à Athènes.
Étymologie: Εὔμολπος.