ἐγκαταπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαταπίπτω''': ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, [[πίπτω]] [[ἐπάνω]], ἢ [[ῥίπτω]] ἐμαυτόν [[ἐπάνω]] εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82. | |lstext='''ἐγκαταπίπτω''': ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, [[πίπτω]] [[ἐπάνω]], ἢ [[ῥίπτω]] ἐμαυτόν [[ἐπάνω]] εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tomber dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καταπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. aor. ἐνικάππεσον,
A fall or throw oneself upon, λέκτροισιν A.R.3.655; ὅρμῳ AP 9.82 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 706] (s. πίπτω), hineinfallen; ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Antp. Th. 82 (IX, 82); in derselben Form Ap. Rh. 3, 655, λέκτροισιν, warf sich darauf nieder.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπίπτω: ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, πίπτω ἐπάνω, ἢ ῥίπτω ἐμαυτόν ἐπάνω εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.