ἐγκαταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαταπίπτω''': ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, [[πίπτω]] [[ἐπάνω]], ἢ [[ῥίπτω]] ἐμαυτόν [[ἐπάνω]] εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.
|lstext='''ἐγκαταπίπτω''': ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, [[πίπτω]] [[ἐπάνω]], ἢ [[ῥίπτω]] ἐμαυτόν [[ἐπάνω]] εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.
}}
{{bailly
|btext=tomber dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καταπίπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταπίπτω Medium diacritics: ἐγκαταπίπτω Low diacritics: εγκαταπίπτω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: enkatapíptō Transliteration B: enkatapiptō Transliteration C: egkatapipto Beta Code: e)gkatapi/ptw

English (LSJ)

poet. aor. ἐνικάππεσον,

   A fall or throw oneself upon, λέκτροισιν A.R.3.655; ὅρμῳ AP 9.82 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 706] (s. πίπτω), hineinfallen; ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Antp. Th. 82 (IX, 82); in derselben Form Ap. Rh. 3, 655, λέκτροισιν, warf sich darauf nieder.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταπίπτω: ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, πίπτω ἐπάνω, ἢ ῥίπτω ἐμαυτόν ἐπάνω εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.

French (Bailly abrégé)

tomber dans ou sur.
Étymologie: ἐν, καταπίπτω.