ἀνακεφαλαιόω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακεφᾰλαιόω''': συγκεφαλαιῶ τὸ [[ἐπιχείρημα]], ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 9· [[οὕτως]] ἐν μέσ. φωνῇ, ἀν. πρὸς ἀνάμνησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. - Παθ., συγκεφαλαιοῦμαι, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιγ΄, 9. | |lstext='''ἀνακεφᾰλαιόω''': συγκεφαλαιῶ τὸ [[ἐπιχείρημα]], ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 9· [[οὕτως]] ἐν μέσ. φωνῇ, ἀν. πρὸς ἀνάμνησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. - Παθ., συγκεφαλαιοῦμαι, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιγ΄, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> récapituler;<br /><b>2</b> prendre en bloc, rassembler NT;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνακεφαλαιόομαι-οῦμαι récapituler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κεφαλαιόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 191] die Hauptpunkte zusammenfassen, sie wiederhvien, um, wie das gewöhnlich geschieht, damit die Rede zu schließen, Dion. Hal.; zu einem Ganzen, einem Hauptpunkt vereinigen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακεφᾰλαιόω: συγκεφαλαιῶ τὸ ἐπιχείρημα, ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 9· οὕτως ἐν μέσ. φωνῇ, ἀν. πρὸς ἀνάμνησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. - Παθ., συγκεφαλαιοῦμαι, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιγ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 récapituler;
2 prendre en bloc, rassembler NT;
Moy. ἀνακεφαλαιόομαι-οῦμαι récapituler.
Étymologie: ἀνά, κεφαλαιόω.