ἀναφεύγω: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]] = [[φεύγω]] πρὸς τὰ ἄνω, οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ τὸ [[ὄρος]] ἀνέφυγον, ἔφυγον [[ἐπάνω]] εἰς τὸ [[ὄρος]], Ξεν. Ἀν. 6. 4, 25. Πλούτ. <br />2) [[διαφεύγω]], ἐὰν νῦν ἀναφύγωσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 40. <br />3) ἐπὶ φήμης, βαθμηδὸν ἐξαφανίζομαι, «ἀλλ’ ὁ [[λόγος]] εἰς ἄλλον ἐξ ἄλλου διωκόμενος ἀνέφευγεν» ἐξηφανίζετο, Πλουτ. Αἰμίλ. 25. | |lstext='''ἀναφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]] = [[φεύγω]] πρὸς τὰ ἄνω, οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ τὸ [[ὄρος]] ἀνέφυγον, ἔφυγον [[ἐπάνω]] εἰς τὸ [[ὄρος]], Ξεν. Ἀν. 6. 4, 25. Πλούτ. <br />2) [[διαφεύγω]], ἐὰν νῦν ἀναφύγωσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 40. <br />3) ἐπὶ φήμης, βαθμηδὸν ἐξαφανίζομαι, «ἀλλ’ ὁ [[λόγος]] εἰς ἄλλον ἐξ ἄλλου διωκόμενος ἀνέφευγεν» ἐξηφανίζετο, Πλουτ. Αἰμίλ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀναφεύξομαι, <i>ao.2</i> ἀνέφυγον, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> s’enfuir sur une hauteur;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> se réfugier en haut pour échapper à : [[τι]] LUC à qch;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) s’enfuir, s’échapper ; <i>fig.</i> s’effacer peu à peu, s’évanouir <i>en parl. d’un bruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A flee up, X.An.6.4.24, Plu.Crass.29, al.: c. acc., fly to, Philostr.VA1.24. 2 escape, X.HG6.5.40, cf. 2.3.50: metaph., retreat, εἰς τὴν ἀνείδεον φύσιν Plot.6.7.28. 3 of a rumour, to be lost in tracing, Plu.Aem.25.
German (Pape)
[Seite 213] (s. φεύγω), hinauffliehen, ἐπὶ τὸ ὄρος Xen. An. 6, 2, 24; übh. entfliehen, Hell. 6, 5, 38; freigesprochen werden, 2, 3, 50; vgl. Plut. Pelop. 32 Lys. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι = φεύγω πρὸς τὰ ἄνω, οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ τὸ ὄρος ἀνέφυγον, ἔφυγον ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 25. Πλούτ.
2) διαφεύγω, ἐὰν νῦν ἀναφύγωσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 40.
3) ἐπὶ φήμης, βαθμηδὸν ἐξαφανίζομαι, «ἀλλ’ ὁ λόγος εἰς ἄλλον ἐξ ἄλλου διωκόμενος ἀνέφευγεν» ἐξηφανίζετο, Πλουτ. Αἰμίλ. 25.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναφεύξομαι, ao.2 ἀνέφυγον, pf. inus.
I. (ἀνά, en haut);
1 s’enfuir sur une hauteur;
2 tr. se réfugier en haut pour échapper à : τι LUC à qch;
II. (ἀνά, en arrière) s’enfuir, s’échapper ; fig. s’effacer peu à peu, s’évanouir en parl. d’un bruit.
Étymologie: ἀνά, φεύγω.