ἀναφυσιάω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφῡσιάω''': Ἰων. ἀναφυσιόω, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἐκπέμπω]] βαθεῖαν ἐκπνοήν, φυσῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ δελφίνων, δοιοὶ δ’ ἀναφυσιόωντες ἀργύρεοι δελφῖνες, «[[ἔθος]] γὰρ τοῖς δελφῖσιν ἀνακύπτειν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἀποφυσᾶν [[ὕδωρ]] ἀπὸ τοῦ στόματος» (σχόλ.) Ἡσ. Ἀσπ. 211· ἆσθμ’ ἀναφυσιόων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 431.
|lstext='''ἀναφῡσιάω''': Ἰων. ἀναφυσιόω, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἐκπέμπω]] βαθεῖαν ἐκπνοήν, φυσῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ δελφίνων, δοιοὶ δ’ ἀναφυσιόωντες ἀργύρεοι δελφῖνες, «[[ἔθος]] γὰρ τοῖς δελφῖσιν ἀνακύπτειν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἀποφυσᾶν [[ὕδωρ]] ἀπὸ τοῦ στόματος» (σχόλ.) Ἡσ. Ἀσπ. 211· ἆσθμ’ ἀναφυσιόων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 431.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. prés. épq.</i> [[ἀναφυσιόων]];<br /><i>c.</i> [[ἀναφυσάω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφῡσιάω Medium diacritics: ἀναφυσιάω Low diacritics: αναφυσιάω Capitals: ΑΝΑΦΥΣΙΑΩ
Transliteration A: anaphysiáō Transliteration B: anaphysiaō Transliteration C: anafysiao Beta Code: a)nafusia/w

English (LSJ)

   A fetch a deep-drawn breath. blow, of a dolphin, Hes.Sc.211; ἀ. ἆσθμα A.R.2.431.

German (Pape)

[Seite 214] wiederholt aufschnauben, vom Delphin, Hes. Sc. 211; ausathmen, ἆσθμα Ap. Rh. 2, 431.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφῡσιάω: Ἰων. ἀναφυσιόω, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἐκπέμπω βαθεῖαν ἐκπνοήν, φυσῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ δελφίνων, δοιοὶ δ’ ἀναφυσιόωντες ἀργύρεοι δελφῖνες, «ἔθος γὰρ τοῖς δελφῖσιν ἀνακύπτειν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἀποφυσᾶν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ στόματος» (σχόλ.) Ἡσ. Ἀσπ. 211· ἆσθμ’ ἀναφυσιόων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 431.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. prés. épq. ἀναφυσιόων;
c. ἀναφυσάω.