ἀνάπυστος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπυστος''': -ον, [[πασίγνωστος]], [[περίφημος]], «ξακουστός», ὡς τὸ [[περίπυστος]], ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ [[στόμα]] πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ. | |lstext='''ἀνάπυστος''': -ον, [[πασίγνωστος]], [[περίφημος]], «ξακουστός», ὡς τὸ [[περίπυστος]], ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ [[στόμα]] πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />bien connu, notoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπυνθάνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A well-known, notorious, Od.11.274, Hdt.6.64,66, etc.
German (Pape)
[Seite 204] ausgeforscht, bekannt, Od. 11, 274; Her. 6, 64 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπυστος: -ον, πασίγνωστος, περίφημος, «ξακουστός», ὡς τὸ περίπυστος, ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ στόμα πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien connu, notoire.
Étymologie: ἀναπυνθάνομαι.