ἀνδραγαθέω: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρᾰγᾰθέω''': μέλλ. -ήσω Διόδ. Σ.: πρκμ. ἠνδραγάθηκα ὁ αὐτ.: ἀόρ. -ησα Πολύβ. (ἀνὴρ-[[ἀγαθός]]): - μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀνδραγαθίζομαι]] Πολύβ. 1. 45, 3, καὶ ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 14: - Παθ., ἠνδραγαθημένα ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἡμαρτημένα Πλουτ. Φάβ. 20. | |lstext='''ἀνδρᾰγᾰθέω''': μέλλ. -ήσω Διόδ. Σ.: πρκμ. ἠνδραγάθηκα ὁ αὐτ.: ἀόρ. -ησα Πολύβ. (ἀνὴρ-[[ἀγαθός]]): - μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀνδραγαθίζομαι]] Πολύβ. 1. 45, 3, καὶ ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 14: - Παθ., ἠνδραγαθημένα ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἡμαρτημένα Πλουτ. Φάβ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἠνδραγάθησα;<br />agir en homme de bien <i>ou</i> de cœur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἀγαθός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A ἠνδραγάθηκα D.S.11.25: aor. -ησα Plb.6.39.2: (ἀνήρ, ἀγαθός):—later form of ἀνδραγαθίζομαι, behave in a manly, upright manner, Id.1.45.3, al., SIG785.14 (Chios), BGU1207.11 (i B.C.), Onos.34.2:—Pass., ἠνδραγαθημένα, opp. ἡμαρτημένα, Plu.Fab. 20.
German (Pape)
[Seite 216] braver Mann sein, tapfer sein, Polyb. 14, 5; sonst oft im aor. I., z. B. 3, 71; ebenso Dion. Hal. 7, 6 und Plut., der τὰ ἠνδραγαθημένα. brave Thaten, den ἡμαρτημένα entgegensetzt; ἠνδραγαθηκέναι Aesop. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγᾰθέω: μέλλ. -ήσω Διόδ. Σ.: πρκμ. ἠνδραγάθηκα ὁ αὐτ.: ἀόρ. -ησα Πολύβ. (ἀνὴρ-ἀγαθός): - μεταγεν. τύπος τοῦ ἀνδραγαθίζομαι Πολύβ. 1. 45, 3, καὶ ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 14: - Παθ., ἠνδραγαθημένα ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἡμαρτημένα Πλουτ. Φάβ. 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἠνδραγάθησα;
agir en homme de bien ou de cœur.
Étymologie: ἀνήρ, ἀγαθός.