ἀνδραγαθέω
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
English (LSJ)
pf. ἠνδραγάθηκα D.S.11.25: aor. -ησα Plb.6.39.2: (ἀνήρ, ἀγαθός):—later form of ἀνδραγαθίζομαι, behave in a manly, upright manner, Id.1.45.3, al., SIG785.14 (Chios), BGU1207.11 (i B.C.), Onos.34.2:—Pass., ἠνδραγαθημένα, opp. ἡμαρτημένα, Plu.Fab. 20.
Spanish (DGE)
1 en cont. milit. y políticos realizar hazañas gloriosas, comportarse valerosamente c. ac. de conten. ὅσα τε πολεμῶν κατὰ τὴν ἐμὴν ... συμμαχίαν ἠνδραγάθησε I.AI 2.214, τοῖς ἀνδραγαθοῦσιν ... μεγάλας ἐδίδου δωρέας Polyaen.8.24.5, καὶ πολλὰ παρὰ τῇ πατρίδι ἠνδραγαθηκότος Sardis 8.103, en v. med. mismo sent. ὅτι ἔδοξέ τι καθ' ἑαυτὸν ἠνδραγαθῆσθαι D.C.49.21.1
•c. ὑπέρ y gen. τοῖς ὑπὲρ τοῦ Ιουδαϊσμοῦ φιλοτίμως ἀνδραγαθήσασιν LXX 2Ma.2.21
•abs. Plb.1.45.3, 6.39.2, D.S.11.25, LXX 1Ma.5.61, Plu.2.221b, part. pas. subst. τὰ ἠνδραγαθημένα comportamiento valeroso Plu.Fab.20.
2 en gener. abs. comportarse como hombre de bien, con rectitud ἠνδραγαθηκότων ἡμῶν habiéndonos portado muy bien, PTeb.786.4 (III a.C.), cf. BGU 1205.13 (I a.C.), POxy.291.8 (I d.C.), SEG 22.507 (Quíos I d.C.).
3 imperat. ἀνδραγάθησον = por favor, POxy.3011.10 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 216] braver Mann sein, tapfer sein, Polyb. 14, 5; sonst oft im aor. I., z. B. 3, 71; ebenso Dion. Hal. 7, 6 und Plut., der τὰ ἠνδραγαθημένα. brave Taten, den ἡμαρτημένα entgegensetzt; ἠνδραγαθηκέναι Aesop. 14.
French (Bailly abrégé)
ἀνδραγαθῶ :
ao. ἠνδραγάθησα;
agir en homme de bien ou de cœur.
Étymologie: ἀνήρ, ἀγαθός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰγᾰθέω: быть мужественным и благородным человеком, поступать доблестно Aesop., Polyb., Diod.; τὰ ἠνδραγαθημένα Plut. доблестные дела, подвиги.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγᾰθέω: μέλλ. -ήσω Διόδ. Σ.: πρκμ. ἠνδραγάθηκα ὁ αὐτ.: ἀόρ. -ησα Πολύβ. (ἀνὴρ-ἀγαθός): - μεταγεν. τύπος τοῦ ἀνδραγαθίζομαι Πολύβ. 1. 45, 3, καὶ ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 14: - Παθ., ἠνδραγαθημένα ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἡμαρτημένα Πλουτ. Φάβ. 20.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰγᾰθέω: μέλ. -ήσω = ἀνδραγαθίζομαι — Παθ., ἠνδραγαθημένα, γενναία κατορθώματα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀνδραγαθίζομαι
= ἀνδραγαθίζομαι:— Pass., ἠνδραγαθημένα = brave deeds, Plut.