ἀνδραχθής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδραχθής''': -ές, [[ἀνδροβαρής]], «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν [[ἕκαστος]] ἀνδρὸς ἂν εἴη [[ἄχθος]], ὅ ἐστι [[φόρτος]]» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C. | |lstext='''ἀνδραχθής''': -ές, [[ἀνδροβαρής]], «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν [[ἕκαστος]] ἀνδρὸς ἂν εἴη [[ἄχθος]], ὅ ἐστι [[φόρτος]]» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui suffit pour la charge d’un homme, équivalent à la charge d’un homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A loading a man, as much as a man can carry, χερμάδια Od.10.121; βώλακες A.R.3.1334; γόγγροι Eudox. ap. Ath.7.288c.
German (Pape)
[Seite 217] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδραχθής: -ές, ἀνδροβαρής, «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν ἕκαστος ἀνδρὸς ἂν εἴη ἄχθος, ὅ ἐστι φόρτος» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit pour la charge d’un homme, équivalent à la charge d’un homme.
Étymologie: ἀνήρ, ἄχθος.