ἀνδραποδιστής: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδραποδιστής''': -οῦ, ὁ, [[σωματέμπορος]], «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» ([[Πολυδ]]. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6. | |lstext='''ἀνδραποδιστής''': -οῦ, ὁ, [[σωματέμπορος]], «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» ([[Πολυδ]]. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui réduit en servitude des hommes libres ; ἀνδραποδιστὴς [[ἑαυτοῦ]] XÉN qui aliène sa liberté ; marchand d’esclaves.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδραποδίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A slave-dealer or kidnapper, Ar.Eq.1030, Pl.521, Lys.10.10, etc., cf. Poll.3.78; coupled with ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, etc., Pl.R.344b: metaph., ἀ. ἑαυτοῦ one who sells his own independence, X.Mem.1.2.6.
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, der zum Sklaven macht (VLL. ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλωσάμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ἀπαγόμενος); οἱ ἀνδ. τῶν οἰκετῶν ἡμᾶς ἀποστεροῦντες Lyc. bei Harpocr.; ὁ παῖδα ἐξαγαγών, der einen Sklaven stiehlt, um ihn wieder zu verkaufen, Lys. 10, 10; vgl. B. A. 394; neben ἱερόσυλοι Plat. Rep. I, 344 b; neben λωποδύται u. βωμολόχοι Ar. Th. 818 (vgl. Pl. 521. 522 Equ. 1025); Dem. 4, 47; Polyb. u. Sp. – Bei Xen. Mem. 1, 2, 6 nennt Sokrates ἀνδρ. ἑαυτῶν τοὺς λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθόν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδραποδιστής: -οῦ, ὁ, σωματέμπορος, «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» (Πολυδ. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν ἑαυτοῦ ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui réduit en servitude des hommes libres ; ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῦ XÉN qui aliène sa liberté ; marchand d’esclaves.
Étymologie: ἀνδραποδίζω.