ἀνθεμουργός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθεμουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ [[μέλι]], τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ [[στάγμα]], παμφαὲς [[μέλι]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 612. | |lstext='''ἀνθεμουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ [[μέλι]], τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ [[στάγμα]], παμφαὲς [[μέλι]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 612. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui exploite les fleurs (abeille).<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθεμον]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A working in flowers, ἡ ἀ., i.e. the bee, A.Pers.612.
German (Pape)
[Seite 231] ἡ, Blumen verarbeitend, Aesch. Pers. 604, die Biene, die aus Blumen ihren Honig bereitet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεμουργός: -όν, (*ἔργω) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ μέλι, τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui exploite les fleurs (abeille).
Étymologie: ἄνθεμον, ἔργον.