ἀνέμητος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέμητος''': ον ὁ μὴ διανεμηθείς, [[οὐσία]] Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη [[κλῆρος]] γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.
|lstext='''ἀνέμητος''': ον ὁ μὴ διανεμηθείς, [[οὐσία]] Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη [[κλῆρος]] γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non partagé;<br /><b>2</b> qui n’a pas de part ; sans patrimoine, sans ressources.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμητος Medium diacritics: ἀνέμητος Low diacritics: ανέμητος Capitals: ΑΝΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anémētos Transliteration B: anemētos Transliteration C: anemitos Beta Code: a)ne/mhtos

English (LSJ)

ον,

   A not distributed, οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10; undivided, Max.Tyr.35.7.    2 Act., having no share, Plu.Cat.Mi.26.

German (Pape)

[Seite 222] 1) unvertheilt, bes. von Erbschaften, ἀνεμήτου τῆς οὐσίας οὔσης Aesch. 1, 102; οὐσίαν ἀν. συγχωρῆσαι, ohne Ansprüche darauf zu machen, überlassen, Dem. 44, 10. – 2) ohne Antheil, ὄχλος ἄπορος καὶ ἀν., dem noch kein Landeigenthum zugetheilt worden, Plut. Cat. min. 26; App. Civ. 418.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμητος: ον ὁ μὴ διανεμηθείς, οὐσία Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη κλῆρος γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non partagé;
2 qui n’a pas de part ; sans patrimoine, sans ressources.
Étymologie: ἀ, νέμω.