ἀνοίκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοίκτιστος''': -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, [[οὔνομα]] Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἀνηλεής]]· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.
|lstext='''ἀνοίκτιστος''': -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, [[οὔνομα]] Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἀνηλεής]]· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’inspire pas de pitié.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οἰκτίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοίκτιστος Medium diacritics: ἀνοίκτιστος Low diacritics: ανοίκτιστος Capitals: ΑΝΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anoíktistos Transliteration B: anoiktistos Transliteration C: anoiktistos Beta Code: a)noi/ktistos

English (LSJ)

ον,

   A unmourned, σῶμα [Arist.] Pepl.28.    II Act., pitiless, Περσεφόνης θάλαμοι IG2.3765 (Supp.p.283). Adv. -τως Antipho 1.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίκτιστος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, οὔνομα Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., ἀνηλεής· οὕτως ἐπίρρ. -τως, ἄνευ οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’inspire pas de pitié.
Étymologie: ἀ, οἰκτίζω.