ἀντανάκλασις: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντανάκλᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἀντανάκλασις]] φωτός, Πλούτ. 2. 901D· ἐπὶ κατόπτρου ἢ ἐστιλβωμένου χαλκοῦ ἢ ὕδατος, «ἀντανακλάσεις ἐγίγνοντό τινες ἐν τῇ ἀσπίδι, [χαλκῇ οὔσῃ]» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α 746: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἤχου, ἠχώ, [[ἀντήχησις]], ὁ αὐτ. 502D. II. χρήσις λέξεώς τινος ἐν ἀντιθέτῳ σημασίᾳ, Λατ. contraria significatio, Κοϊντιλ. 9. 3, 68. | |lstext='''ἀντανάκλᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἀντανάκλασις]] φωτός, Πλούτ. 2. 901D· ἐπὶ κατόπτρου ἢ ἐστιλβωμένου χαλκοῦ ἢ ὕδατος, «ἀντανακλάσεις ἐγίγνοντό τινες ἐν τῇ ἀσπίδι, [χαλκῇ οὔσῃ]» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α 746: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἤχου, ἠχώ, [[ἀντήχησις]], ὁ αὐτ. 502D. II. χρήσις λέξεώς τινος ἐν ἀντιθέτῳ σημασίᾳ, Λατ. contraria significatio, Κοϊντιλ. 9. 3, 68. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />répercussion, réfraction (de la lumière <i>ou</i> du son).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντανακλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reflection of light, Placit.4.14.3, cf. Vett. Val.1.14, Ath.Med. ap. Orib.9.12.1 (pl.); also, of sound, echo, Plu.2.502d. 2 bending back, ἀγκίστρου Sch.Opp.H.1.216. II use of a word in an altered sense, Lat. contraria significatio, Quint.Inst.9.3.68, Sch.A.R.1.746.
German (Pape)
[Seite 243] ἡ, 1) das Zurückbrechen, -prallen, z. B. des Schalles, vom Echo, Plut. – 2) bei Rhet., Zurückgabe desselben Wortes in einer andern Bedeutung, Quintil. 9, 3, 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανάκλᾰσις: -εως, ἡ, ἀντανάκλασις φωτός, Πλούτ. 2. 901D· ἐπὶ κατόπτρου ἢ ἐστιλβωμένου χαλκοῦ ἢ ὕδατος, «ἀντανακλάσεις ἐγίγνοντό τινες ἐν τῇ ἀσπίδι, [χαλκῇ οὔσῃ]» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α 746: - ὡσαύτως ἐπὶ ἤχου, ἠχώ, ἀντήχησις, ὁ αὐτ. 502D. II. χρήσις λέξεώς τινος ἐν ἀντιθέτῳ σημασίᾳ, Λατ. contraria significatio, Κοϊντιλ. 9. 3, 68.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
répercussion, réfraction (de la lumière ou du son).
Étymologie: ἀντανακλάω.