Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νειόθι: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νειόθῐ''': Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., ([[νέος]]) ἐν τῷ βάθει, κατὰ [[βάθος]], δάκε [[νειόθι]] θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· [[μετὰ]] γεν., [[νειόθι]] λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) [[ὑποκάτω]], [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ [[ὑψόθι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].
|lstext='''νειόθῐ''': Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., ([[νέος]]) ἐν τῷ βάθει, κατὰ [[βάθος]], δάκε [[νειόθι]] θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· [[μετὰ]] γεν., [[νειόθι]] λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) [[ὑποκάτω]], [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ [[ὑψόθι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>ion.</i><br />au fond de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], -θι.
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειόθῐ Medium diacritics: νειόθι Low diacritics: νειόθι Capitals: ΝΕΙΟΘΙ
Transliteration A: neióthi Transliteration B: neiothi Transliteration C: neiothi Beta Code: neio/qi

English (LSJ)

Ion. Adv. (cf. νέατος A)

   A at the bottom, δάκεν δέ ἑ ν. θυμόν it stung him to his heart's core, Hes.Th.567: c. gen., ν. λίμνης Il.21.317.    2 under, beneath, opp. ὑψόθι, A.R.2.355; in stooping posture, Id.3.706: c. gen., ν. γαίης Id.1.63, cf. Arat.89. [ι is rarely elided, as in Nic.Al.520.]

German (Pape)

[Seite 236] ion. = νεόθι, zu unterst, tief unten, im Innersten; νειόθι λίμνης, Il. 21, 317; δάκε νειόθι θυμόν, es kränkte tief sein Herz, Hes. Th. 267; sp. D., νειόθι γαίης, πέτρης, Ap. Rh. 1, 63. 990, unter dem Felsen; über die Betonung νείοθι vgl. Schäf Schol. Par. Ap. Rh. 2, 355.

Greek (Liddell-Scott)

νειόθῐ: Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., (νέος) ἐν τῷ βάθει, κατὰ βάθος, δάκε νειόθι θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· μετὰ γεν., νειόθι λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) ὑποκάτω, κάτω, ἀντίθετον τῷ ὑψόθι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· μετὰ γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].

French (Bailly abrégé)

adv.
ion.
au fond de, gén..
Étymologie: νέος, -θι.