ἀνθοφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθοφορέω''': [[φέρω]] [[μέλι]] ἀπὸ τῶν ἀνθέων, ἐπὶ μελισσῶν, αἱ μὲν ἀνθοφοροῦσιν, αἱ δὲ ὑδροφοροῦσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 32. ΙΙ. [[φέρω]], [[παράγω]] [[ἄνθη]], [[λήιον]] ἐκ ῥοδέων ἀνθοφορεῖ [[καλύκων]] Ἀνθ. ΙΙ. 10. 16. 2) ὡς τὸ ἄνθινα φορεῖν, φορῶ ἀνθηρὰν καὶ πεποικιλμένην ἐσθῆτα, [[διάγω]] ὡς [[ἑταίρα]], Κλήμ. Ἀλ. 195.
|lstext='''ἀνθοφορέω''': [[φέρω]] [[μέλι]] ἀπὸ τῶν ἀνθέων, ἐπὶ μελισσῶν, αἱ μὲν ἀνθοφοροῦσιν, αἱ δὲ ὑδροφοροῦσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 32. ΙΙ. [[φέρω]], [[παράγω]] [[ἄνθη]], [[λήιον]] ἐκ ῥοδέων ἀνθοφορεῖ [[καλύκων]] Ἀνθ. ΙΙ. 10. 16. 2) ὡς τὸ ἄνθινα φορεῖν, φορῶ ἀνθηρὰν καὶ πεποικιλμένην ἐσθῆτα, [[διάγω]] ὡς [[ἑταίρα]], Κλήμ. Ἀλ. 195.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter <i>ou</i> produire des fleurs;<br /><b>2</b> recueillir le suc des fleurs;<br /><b>3</b> porter une robe brodée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοφορέω Medium diacritics: ἀνθοφορέω Low diacritics: ανθοφορέω Capitals: ΑΝΘΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: anthophoréō Transliteration B: anthophoreō Transliteration C: anthoforeo Beta Code: a)nqofore/w

English (LSJ)

   A gather honey from flowers, of bees, Arist.HA625b19.    II pioduce flowers, AP10.16 (Theaet.).    III to be an ἀνθοφόρος 11, IG12(8).553 (Thasos) (-ίσασα lapis).

German (Pape)

[Seite 233] Blumen tragen, Arist. H. A. 9, 40; Theaet. Schol. 2 (X, 16).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοφορέω: φέρω μέλι ἀπὸ τῶν ἀνθέων, ἐπὶ μελισσῶν, αἱ μὲν ἀνθοφοροῦσιν, αἱ δὲ ὑδροφοροῦσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 32. ΙΙ. φέρω, παράγω ἄνθη, λήιον ἐκ ῥοδέων ἀνθοφορεῖ καλύκων Ἀνθ. ΙΙ. 10. 16. 2) ὡς τὸ ἄνθινα φορεῖν, φορῶ ἀνθηρὰν καὶ πεποικιλμένην ἐσθῆτα, διάγω ὡς ἑταίρα, Κλήμ. Ἀλ. 195.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter ou produire des fleurs;
2 recueillir le suc des fleurs;
3 porter une robe brodée.
Étymologie: ἀνθοφόρος.