ἀνύψωμα: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνύψωμα''': -ατος, τό, [[ὕψωμα]] ἢ [[ἀνύψωσις]] τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.
|lstext='''ἀνύψωμα''': -ατος, τό, [[ὕψωμα]] ἢ [[ἀνύψωσις]] τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />exhaussement, élévation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνυψόω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 267] τό, Erhöhung, Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύψωμα: -ατος, τό, ὕψωμαἀνύψωσις τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
exhaussement, élévation.
Étymologie: ἀνυψόω.