κακοτυχής: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοτῠχής''': -ές, «κακότυχος», ἀντίθετον τῷ [[εὐτυχής]], Εὐρ. Μήδ. 1274, Ἱππ. 669, Ἱκέτ., [[αὐτόθι]] 679· τὸ κακοτυχὲς = τῷ ἑπομ., ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133. | |lstext='''κακοτῠχής''': -ές, «κακότυχος», ἀντίθετον τῷ [[εὐτυχής]], Εὐρ. Μήδ. 1274, Ἱππ. 669, Ἱκέτ., [[αὐτόθι]] 679· τὸ κακοτυχὲς = τῷ ἑπομ., ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[τύχη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A unfortunate, used by E. in lyr., Med.1274, Hipp.669: Sup., ib. 679; τὸ κ., = sq., Id.HF133; κ. καὶ ἄθλιον γένος Sch.rec.A.Pers. 1013, cf. Cat.Cod.Astr.8<*>4).142.
German (Pape)
[Seite 1304] ές, unglücklich; ἰὼ κακοτυχὲς γύναι Eur. Med. 1274; πότμοι γυναικῶν Hipp. 669; τὸ κ., das Unglück, Herc. f. 133.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτῠχής: -ές, «κακότυχος», ἀντίθετον τῷ εὐτυχής, Εὐρ. Μήδ. 1274, Ἱππ. 669, Ἱκέτ., αὐτόθι 679· τὸ κακοτυχὲς = τῷ ἑπομ., ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133.