ἐξιτός: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν [[ἔξοδος]], οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
|lstext='''ἐξῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν [[ἔξοδος]], οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut sortir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]².
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐτός Medium diacritics: ἐξιτός Low diacritics: εξιτός Capitals: ΕΞΙΤΟΣ
Transliteration A: exitós Transliteration B: exitos Transliteration C: eksitos Beta Code: e)cito/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.

German (Pape)

[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².