ἡμιθανής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιθᾰνής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ [[νεκρός]], «᾿μισοπεθαμμένος», Στράβ. 98, Ἀνθ. Π. 11. 392· πρβλ. [[ἡμιθνής]]. | |lstext='''ἡμιθᾰνής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ [[νεκρός]], «᾿μισοπεθαμμένος», Στράβ. 98, Ἀνθ. Π. 11. 392· πρβλ. [[ἡμιθνής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />à demi-mort.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[θνῄσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A half-dead, Str.2.3.4, LXX 4 Ma.4.11, Ev.Luc.10.30, AP11.392 (Lucill.), PAmh.2.141.13 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1168] ές, halb todt; Strab. II, 98; Lucill. 66 (XI, 392) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιθᾰνής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, «᾿μισοπεθαμμένος», Στράβ. 98, Ἀνθ. Π. 11. 392· πρβλ. ἡμιθνής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à demi-mort.
Étymologie: ἡμι-, θνῄσκω.