ἀνταναπληρόω: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνταναπληρόω''': ἀντικαθιστῶ, ἀναπληρῶ, ἡ [[ἀντωνυμία]] ἀνταναπληροῦσα καὶ τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος καὶ τὴν τάξιν τοῦ ῥήματος Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 14· «τῶν δὲ συμμοριῶν ἑκάστην διελεῖν [[κελεύω]] [[πέντε]] μέρη κατὰ [[δώδεκα]] ἄνδρας ἀνταναπληροῦντας πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τούς ἀπορωτάτους», [[ὥστε]] οἱ ἀπορώτατοι νὰ ὦσιν ὡς ἀντιστάθισμα κατὰ τῶν εὐπόρων, Δημ. 182. 22: - ἀνταναπλήρωσις, εως, ἡ ἐκ νέου [[ἀναπλήρωσις]], Ἐπίκορ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 48.
|lstext='''ἀνταναπληρόω''': ἀντικαθιστῶ, ἀναπληρῶ, ἡ [[ἀντωνυμία]] ἀνταναπληροῦσα καὶ τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος καὶ τὴν τάξιν τοῦ ῥήματος Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 14· «τῶν δὲ συμμοριῶν ἑκάστην διελεῖν [[κελεύω]] [[πέντε]] μέρη κατὰ [[δώδεκα]] ἄνδρας ἀνταναπληροῦντας πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τούς ἀπορωτάτους», [[ὥστε]] οἱ ἀπορώτατοι νὰ ὦσιν ὡς ἀντιστάθισμα κατὰ τῶν εὐπόρων, Δημ. 182. 22: - ἀνταναπλήρωσις, εως, ἡ ἐκ νέου [[ἀναπλήρωσις]], Ἐπίκορ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 48.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mettre en balance, contrebalancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀναπληρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταναπληρόω Medium diacritics: ἀνταναπληρόω Low diacritics: ανταναπληρόω Capitals: ΑΝΤΑΝΑΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: antanaplēróō Transliteration B: antanaplēroō Transliteration C: antanapliroo Beta Code: a)ntanaplhro/w

English (LSJ)

   A fill up, τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος A.D.Synt.14.1; τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ Ep.Col.1.24; ἀ. πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τοὺς ἀπορωτάτους put in the poorest so as to balance the richest, D.14.17.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen anfüllen, Dem. 14, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναπληρόω: ἀντικαθιστῶ, ἀναπληρῶ, ἡ ἀντωνυμία ἀνταναπληροῦσα καὶ τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος καὶ τὴν τάξιν τοῦ ῥήματος Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 14· «τῶν δὲ συμμοριῶν ἑκάστην διελεῖν κελεύω πέντε μέρη κατὰ δώδεκα ἄνδρας ἀνταναπληροῦντας πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τούς ἀπορωτάτους», ὥστε οἱ ἀπορώτατοι νὰ ὦσιν ὡς ἀντιστάθισμα κατὰ τῶν εὐπόρων, Δημ. 182. 22: - ἀνταναπλήρωσις, εως, ἡ ἐκ νέου ἀναπλήρωσις, Ἐπίκορ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 48.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre en balance, contrebalancer.
Étymologie: ἀντί, ἀναπληρόω.