δικτυουλκός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δικτυουλκός''': -όν, ὁ σύρων δίκτυα, [[Πολυδ]]. Α΄, 98, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. σ. 78. ― Δικτυουλκοί, δρᾶμά τι τοῦ Αἰσχύλου, Αἰλιαν. π. Ζ. 7, 47.
|lstext='''δικτυουλκός''': -όν, ὁ σύρων δίκτυα, [[Πολυδ]]. Α΄, 98, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. σ. 78. ― Δικτυουλκοί, δρᾶμά τι τοῦ Αἰσχύλου, Αἰλιαν. π. Ζ. 7, 47.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pêcheur au filet.<br />'''Étymologie:''' [[δίκτυον]], [[ἕλκω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠουλκός Medium diacritics: δικτυουλκός Low diacritics: δικτυουλκός Capitals: ΔΙΚΤΥΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: diktyoulkós Transliteration B: diktyoulkos Transliteration C: diktyoulkos Beta Code: diktuoulko/s

English (LSJ)

όν,

   A drawing nets, Poll.7.137.    II Subst., fisher, Iamb.VP8.36: Δικτυουλκοί, οἱ, title of play by A.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυουλκός: -όν, ὁ σύρων δίκτυα, Πολυδ. Α΄, 98, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. σ. 78. ― Δικτυουλκοί, δρᾶμά τι τοῦ Αἰσχύλου, Αἰλιαν. π. Ζ. 7, 47.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον, ἕλκω.