διδασκαλικός: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐδασκᾰλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδασκαλίαν ἢ εἰς διδάσκαλον, καὶ ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διδάσκειν, [[διδακτικός]], Πλάτ. Κρατ. 388Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21· [[περί]] τινος Πλάτ. Γοργ. 455Α· ― ἡ διδασκαλικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ περὶ τὴν διδασκαλίαν [[ἱκανότης]], [[εὐχέρεια]], ὁ αὐτ. Σοφ. 231Β· τινός, [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Γοργ. 453Ε· τὸ διδασκαλικόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 813Β· ― [[τόπος]] δ., locus classicus, Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Πολύβ. 6. 3, 5· ὑπερθ. διδασκαλικώτατα Κλήμ. Ἀλ. 380. | |lstext='''δῐδασκᾰλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδασκαλίαν ἢ εἰς διδάσκαλον, καὶ ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διδάσκειν, [[διδακτικός]], Πλάτ. Κρατ. 388Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21· [[περί]] τινος Πλάτ. Γοργ. 455Α· ― ἡ διδασκαλικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ περὶ τὴν διδασκαλίαν [[ἱκανότης]], [[εὐχέρεια]], ὁ αὐτ. Σοφ. 231Β· τινός, [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Γοργ. 453Ε· τὸ διδασκαλικόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 813Β· ― [[τόπος]] δ., locus classicus, Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Πολύβ. 6. 3, 5· ὑπερθ. διδασκαλικώτατα Κλήμ. Ἀλ. 380. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’enseignement ; λόγοι διδασκαλικοί XÉN les discours, <i>càd</i> les enseignements du maître;<br /><b>2</b> capable d’enseigner, apte à instruire ; τὸ διδασκαλικόν PLUT ce qui peut instruire.<br />'''Étymologie:''' [[διδάσκαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for teaching, τινός Philol.11; ὄργανον Pl.Cra.388b; λόγοι X.Mem.1.2.21; πειθὼ δ. περί τι Pl.Grg.453e, cf. 455a: ἡ -κή (sc. τέχνη) the faculty of giving instruction, Id.Sph.231b; τὸ -κόν Id.Lg.813b; so, in disparagement, τὸ πρεσβυτικὸν καὶ δ. the didactic manner of old age, of Isocrates, Hermog.Id.2.11: Comp. -ώτερος Arist.Metaph.982a13. Adv. -κῶς Pl.Cra.388c, Plb.6.3.5: Comp. -ώτερον Dioph.1p.474T., Hermog. Inv.1.1. 2 -κή (sc. ὁμολογίἀ, ἡ, contract of apprenticeship, POxy. 275.34 (i A. D.). 3 Gramm., τόπος δ., locus classicus, Sch.Il.5.857.
German (Pape)
[Seite 615] zum Lehren oder Unterrichten gehörig, geschickt, Plat. Gorg. 755 a; ἡ ἐν τοῖς λόγοις διδασκαλική, sc. τέχνη, Soph. 229 e; λόγοι Xen. Mem. 1, 2, 21; Arist. u. Folgde; τόπος διδασκαλικός, locus classicus, Schol. Il. 5, 857. – Adv., Plat. Crat. 388 c.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδασκᾰλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδασκαλίαν ἢ εἰς διδάσκαλον, καὶ ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ διδάσκειν, διδακτικός, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21· περί τινος Πλάτ. Γοργ. 455Α· ― ἡ διδασκαλικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ περὶ τὴν διδασκαλίαν ἱκανότης, εὐχέρεια, ὁ αὐτ. Σοφ. 231Β· τινός, περί τινος, ὁ αὐτ. Γοργ. 453Ε· τὸ διδασκαλικόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 813Β· ― τόπος δ., locus classicus, Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Πολύβ. 6. 3, 5· ὑπερθ. διδασκαλικώτατα Κλήμ. Ἀλ. 380.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’enseignement ; λόγοι διδασκαλικοί XÉN les discours, càd les enseignements du maître;
2 capable d’enseigner, apte à instruire ; τὸ διδασκαλικόν PLUT ce qui peut instruire.
Étymologie: διδάσκαλος.