μηχανορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχᾰνορράφος''': -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, [[δολοπλόκος]], Σοφ. Ο. Τ. 387· [[μετὰ]] γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μηχανορράφος]]· [[κατασκευαστής]], ἐπινοητὴς κακῶν».
|lstext='''μηχᾰνορράφος''': -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, [[δολοπλόκος]], Σοφ. Ο. Τ. 387· [[μετὰ]] γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μηχανορράφος]]· [[κατασκευαστής]], ἐπινοητὴς κακῶν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trame des machinations.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]], [[ῥάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνορράφος Medium diacritics: μηχανορράφος Low diacritics: μηχανορράφος Capitals: ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: mēchanorráphos Transliteration B: mēchanorraphos Transliteration C: michanorrafos Beta Code: mhxanorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον,

   A forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνορράφος: -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, δολοπλόκος, Σοφ. Ο. Τ. 387· μετὰ γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηχανορράφος· κατασκευαστής, ἐπινοητὴς κακῶν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trame des machinations.
Étymologie: μηχανή, ῥάπτω.