καταβροχθίζω: Difference between revisions
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβροχθίζω''': μέλλ. -ίσω, [[καταπίνω]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 126, Ἀριστοφ. Ἱππ. 357, 826, Ὄρνιθ. 503· κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 3· μεταφ., λόγους μόνον καταβροχθίσας Ἀθήν. 270Β·-πρβλ. [[βρόχω]] ΙΙ. | |lstext='''καταβροχθίζω''': μέλλ. -ίσω, [[καταπίνω]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 126, Ἀριστοφ. Ἱππ. 357, 826, Ὄρνιθ. 503· κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 3· μεταφ., λόγους μόνον καταβροχθίσας Ἀθήν. 270Β·-πρβλ. [[βρόχω]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=avaler, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βροχθίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
A gulp down, Hp.Coac.62, Ar.Eq.357, 826; ὀβολόν Id.Av.503, cf. Antiph.190.6; τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Hermipp. 45: metaph., λόγους κ. Ath.6.270b.
German (Pape)
[Seite 1341] niederschlucken, verschlingen; Hippocr.; Ar. Av. 505; θερμόν ποτε καταβροχθίσας ἰχθύν Ath. VIII, 344 b; übertr., λόγους μόνον καταβροχθίσας VI, 270 b.
Greek (Liddell-Scott)
καταβροχθίζω: μέλλ. -ίσω, καταπίνω, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 126, Ἀριστοφ. Ἱππ. 357, 826, Ὄρνιθ. 503· κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 3· μεταφ., λόγους μόνον καταβροχθίσας Ἀθήν. 270Β·-πρβλ. βρόχω ΙΙ.