ταρχύω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταρχύω''': μέλλ. -ύσω Ἰλ.: Ἐπικ. ἀόρ. τάρχῡσα Κόϊντ. Σμ. 1. 801, κλπ. - Μέσ., ἀόρ. ἐταρχῡσάμην Νόνν. Δ. 37. 96, Ἐπικ. ταρχ· Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 83. - Παθητ., Ἐπικ. ἀόρ. ταρχύθην [ῡ] Ἀνθ. Π. 7. 176, Λυκόφρ.· πρκμ. τετάρχῡμαι Welcker Syll. σ. 69. Θάπτω ἢ [[κηδεύω]] σεμνοπρεπῶς, [[ὄφρα]] ἓ ταρχύσωσι Ἰλ. Η. 85· ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε Π. 456, 674· - μεταφορ., τ. [[οὔνομα]] Ἀνθ. Π. 7. 537. (Ἐντεῦθεν [[ἀτάρχυτος]] ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τάρχη = [[τάραξις]]· ταρχάνιον = ἐντάφιον· τάρχανον = [[πένθος]], [[κῆδος]]· ἀλλὰ τὸ [[ταρχύω]] φαίνεται [[τύπος]] συντομώτερος τοῦ [[ταριχεύω]], ὡς ταρχηρὸς ἀντὶ [[ταριχηρός]]). [ῡ ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 838, Γ. 208].
|lstext='''ταρχύω''': μέλλ. -ύσω Ἰλ.: Ἐπικ. ἀόρ. τάρχῡσα Κόϊντ. Σμ. 1. 801, κλπ. - Μέσ., ἀόρ. ἐταρχῡσάμην Νόνν. Δ. 37. 96, Ἐπικ. ταρχ· Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 83. - Παθητ., Ἐπικ. ἀόρ. ταρχύθην [ῡ] Ἀνθ. Π. 7. 176, Λυκόφρ.· πρκμ. τετάρχῡμαι Welcker Syll. σ. 69. Θάπτω ἢ [[κηδεύω]] σεμνοπρεπῶς, [[ὄφρα]] ἓ ταρχύσωσι Ἰλ. Η. 85· ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε Π. 456, 674· - μεταφορ., τ. [[οὔνομα]] Ἀνθ. Π. 7. 537. (Ἐντεῦθεν [[ἀτάρχυτος]] ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τάρχη = [[τάραξις]]· ταρχάνιον = ἐντάφιον· τάρχανον = [[πένθος]], [[κῆδος]]· ἀλλὰ τὸ [[ταρχύω]] φαίνεται [[τύπος]] συντομώτερος τοῦ [[ταριχεύω]], ὡς ταρχηρὸς ἀντὶ [[ταριχηρός]]). [ῡ ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 838, Γ. 208].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ταρχύσω, <i>ao.</i> ἐτάρχυσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐταρχύθην, <i>pf.</i> τετάρχυμαι;<br />rendre les derniers devoirs : τινα à qqn ; τύμβῳ IL en lui élevant un tombeau.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt au lycien.
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρχύω Medium diacritics: ταρχύω Low diacritics: ταρχύω Capitals: ΤΑΡΧΥΩ
Transliteration A: tarchýō Transliteration B: tarchyō Transliteration C: tarchyo Beta Code: tarxu/w

English (LSJ)

A.R.3.208: fut.

   A -ύσω Il.16.456: Ep.aor. τάρχῡσα Q.S.1.801, etc.:—Med., aor. ἐταρχῡσάμην Nonn.D.37.96, Ep. ταρχ- A.R. 1.83:—Pass., Ep. aor. ταρχύθην [ῡ] AP7.176 (Antiphil.); part. -θεῖσαν Lyc.369: pf. τετάρχῡμαι IG14.1374:—bury solemnly, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι Il.7.85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε 16.456; θανοῦσαν . . τήνδ' ὑπὸ βῷλον ταρχύσας Supp.Epigr.2.874.8 (Egypt): metaph., οὔνομα τ. AP7.537 (Phan.). (Cf. ταρχάνιον, τάρχανον, τέρχνεα, and perh. τριχῶσαι: prob. not connected with ταριχεύω . [ῡ in all tenses.]

German (Pape)

[Seite 1072] (kürzere Form für ταριχεύω), feierlich bestatten, begraben; νέκυν, Il. 7, 85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε, 16, 456. 674; sp. D., wie Antiphil. (VII, 176), Ap. Rh. 2, 838, χθονὶ θηλυτέρας 3, 208, auch med., 4, 1500.

Greek (Liddell-Scott)

ταρχύω: μέλλ. -ύσω Ἰλ.: Ἐπικ. ἀόρ. τάρχῡσα Κόϊντ. Σμ. 1. 801, κλπ. - Μέσ., ἀόρ. ἐταρχῡσάμην Νόνν. Δ. 37. 96, Ἐπικ. ταρχ· Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 83. - Παθητ., Ἐπικ. ἀόρ. ταρχύθην [ῡ] Ἀνθ. Π. 7. 176, Λυκόφρ.· πρκμ. τετάρχῡμαι Welcker Syll. σ. 69. Θάπτω ἢ κηδεύω σεμνοπρεπῶς, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι Ἰλ. Η. 85· ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε Π. 456, 674· - μεταφορ., τ. οὔνομα Ἀνθ. Π. 7. 537. (Ἐντεῦθεν ἀτάρχυτος ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τάρχη = τάραξις· ταρχάνιον = ἐντάφιον· τάρχανον = πένθος, κῆδος· ἀλλὰ τὸ ταρχύω φαίνεται τύπος συντομώτερος τοῦ ταριχεύω, ὡς ταρχηρὸς ἀντὶ ταριχηρός). [ῡ ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 838, Γ. 208].

French (Bailly abrégé)

f. ταρχύσω, ao. ἐτάρχυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐταρχύθην, pf. τετάρχυμαι;
rendre les derniers devoirs : τινα à qqn ; τύμβῳ IL en lui élevant un tombeau.
Étymologie: DELG emprunt au lycien.