ἐπεισπηδάω: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεισπηδάω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ [[ἐντός]], τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· [[μετὰ]] δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17. | |lstext='''ἐπεισπηδάω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ [[ἐντός]], τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· [[μετὰ]] δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />s’élancer dans pour tomber sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπηδάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
A leap in upon, τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας -ῶντες ἐφόνευον X.Cyr.3.3.64; τῷ ἄρχειν usurp, Philostr.VA2.31, cf. Just.Nov.42 Pr.: abs., Ar.Eq.363, D.47.56, D.C.67.17.
German (Pape)
[Seite 912] noch dazu hineinspringen, εἰς τὰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; absol., Ar. Equ. 363; Dem. 47, 56, ins Haus.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπηδάω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ ἐντός, τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· μετὰ δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’élancer dans pour tomber sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπηδάω.