κέρχνη: Difference between revisions
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέρχνη''': ἡ [[εἶδος]] ἱέρακος, λαβοῦσα τὸ [[ὄνομα]] ἐκ τῆς βραγχνῆς αὑτῆς, [[ἴσως]] τὸ Falco tinnunculus, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] κερχνηΐς, συνῃρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, 489 (ἴδε Δινδ.)· φέρεται δὲ καὶ [[κεγχρηΐς]], ΐδος, ἡ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 31., Αἰλ. π. Ζ. 2. 43· [[κεγχρίς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 8. 3, 17, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 12. (Ἀξία σημειώσεως εἶνε ἡ [[ἀναλογία]] μεταξὺ τῶν κέγχρος, κεγχρηῒς καὶ τῶν λατ. mil-ium, mil-uus). | |lstext='''κέρχνη''': ἡ [[εἶδος]] ἱέρακος, λαβοῦσα τὸ [[ὄνομα]] ἐκ τῆς βραγχνῆς αὑτῆς, [[ἴσως]] τὸ Falco tinnunculus, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] κερχνηΐς, συνῃρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, 489 (ἴδε Δινδ.)· φέρεται δὲ καὶ [[κεγχρηΐς]], ΐδος, ἡ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 31., Αἰλ. π. Ζ. 2. 43· [[κεγχρίς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 8. 3, 17, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 12. (Ἀξία σημειώσεως εἶνε ἡ [[ἀναλογία]] μεταξὺ τῶν κέγχρος, κεγχρηῒς καὶ τῶν λατ. mil-ium, mil-uus). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />crécerelle, <i>oiseau de proie à voix rauque</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρχνος]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, kind of
A hawk, prob. kestrel, Falco tinnunculus, Hsch.:— also κερχνηίς, contr. κερχνής, ῇδος, ἡ, Ar.Av.304, 589; κεγχρηΐς, ΐδος, ἡ, Arist.HA509a6, Ael.NA2.43; κεγχρίς, Arist.HA558b28, 594a2, GA750a7.
German (Pape)
[Seite 1426] ἡ, der Thurmfalke, tinnunculus, wegen seiner heisern Stimme so genannt, vgl. Schol. Ar. Av. 588. Andere Erkl. giebt noch Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κέρχνη: ἡ εἶδος ἱέρακος, λαβοῦσα τὸ ὄνομα ἐκ τῆς βραγχνῆς αὑτῆς, ἴσως τὸ Falco tinnunculus, Ἡσύχ.· ὡσαύτως κερχνηΐς, συνῃρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, 489 (ἴδε Δινδ.)· φέρεται δὲ καὶ κεγχρηΐς, ΐδος, ἡ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 31., Αἰλ. π. Ζ. 2. 43· κεγχρίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 8. 3, 17, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 12. (Ἀξία σημειώσεως εἶνε ἡ ἀναλογία μεταξὺ τῶν κέγχρος, κεγχρηῒς καὶ τῶν λατ. mil-ium, mil-uus).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
crécerelle, oiseau de proie à voix rauque.
Étymologie: κέρχνος¹.