διαπίνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπίνω''': [ῑ], διαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα ἐν τῷ πίνειν, Ἡρόδ. 5. 18., 9. 16, Πλάτ. Πολ. 420Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, Ἡδύλ. παρ’ Ἀθήν. 486C. ΙΙ. [[πίνω]] κατὰ διαλείμματα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7, Ἀριστ. Προβλ. 3. 12. | |lstext='''διαπίνω''': [ῑ], διαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα ἐν τῷ πίνειν, Ἡρόδ. 5. 18., 9. 16, Πλάτ. Πολ. 420Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, Ἡδύλ. παρ’ Ἀθήν. 486C. ΙΙ. [[πίνω]] κατὰ διαλείμματα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7, Ἀριστ. Προβλ. 3. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=boire à qui mieux mieux.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A drink one against another, Hdt.5.18,9.16, Pl.R.420e; = προπίνειν, Epig.8:—Med., δ. ἀνδράσι Hedyl. ap. Ath.11.486c. II drink at intervals, Anaxandr.57:—but Pass., to be swallowed at a draught, διαπινόμενοι Arist.Pr.872b27.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πίνω), um die Wette trinken, Her. 5, 18. 9, 16; καὶ εὐωχεῖσθαι Plat. Rep. IV, 420 e; auch med., τινί, Hedyl. Ath. XI, 486 c. – Dazwischen trinken, Arist. probl. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
διαπίνω: [ῑ], διαμιλλῶμαι πρός τινα ἐν τῷ πίνειν, Ἡρόδ. 5. 18., 9. 16, Πλάτ. Πολ. 420Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἡδύλ. παρ’ Ἀθήν. 486C. ΙΙ. πίνω κατὰ διαλείμματα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7, Ἀριστ. Προβλ. 3. 12.