ῥῖμμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῖμμα''': τό, ([[ῥίπτω]]) [[τίναγμα]], [[κίνησις]], κούφοισι ποδῶν ῥίμμασι Ἀρίων παρ’ Αἰλιανῷ π. Ζῴων 12, 45. - Καθ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 118, 8 «[[ῥῖμμα]], ἡ [[ῥῖψις]] καὶ τὸ [[βέλος]]».
|lstext='''ῥῖμμα''': τό, ([[ῥίπτω]]) [[τίναγμα]], [[κίνησις]], κούφοισι ποδῶν ῥίμμασι Ἀρίων παρ’ Αἰλιανῷ π. Ζῴων 12, 45. - Καθ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 118, 8 «[[ῥῖμμα]], ἡ [[ῥῖψις]] καὶ τὸ [[βέλος]]».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />jet : ῥίμματα ποδῶν ÉL attitude du danseur qui jette le pied en avant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῖμμα Medium diacritics: ῥῖμμα Low diacritics: ρίμμα Capitals: ΡΙΜΜΑ
Transliteration A: rhîmma Transliteration B: rhimma Transliteration C: rimma Beta Code: r(i=mma

English (LSJ)

ατος, τό, (ῥίπτω)

   A throw, cast, ποδῶν ῥίμματα Arion 6; = ἡ ῥῖψις καὶ τὸ βέλος, Hdn.Epim.118.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῖμμα: τό, (ῥίπτω) τίναγμα, κίνησις, κούφοισι ποδῶν ῥίμμασι Ἀρίων παρ’ Αἰλιανῷ π. Ζῴων 12, 45. - Καθ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 118, 8 «ῥῖμμα, ἡ ῥῖψις καὶ τὸ βέλος».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jet : ῥίμματα ποδῶν ÉL attitude du danseur qui jette le pied en avant.
Étymologie: ῥίπτω.