ἐγκοπή: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκοπή''': ἡ, [[ἐντομή]], Εὐστ. 1404. 56, Γαλην. ΙΙ. ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. θ΄, 12· [[διακοπή]], τῆς ἁρμονίας Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22· κατ’ ἐγκοπάς, [[συγκεχυμένως]], Λογγῖν. 41. | |lstext='''ἐγκοπή''': ἡ, [[ἐντομή]], Εὐστ. 1404. 56, Γαλην. ΙΙ. ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. θ΄, 12· [[διακοπή]], τῆς ἁρμονίας Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22· κατ’ ἐγκοπάς, [[συγκεχυμένως]], Λογγῖν. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />incision.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A incision, Gal.7.38; fracture of skull, Sor.Fract.3, cf. Heliod. ap. Orib.46.12.1. 2 steps cut in the wall of wells, etc., Ael.Dion.Fr. 90. II hindrance, οἴησις προκοπῆς ἐ. Heraclit. 131, cf. Phld.D.3.6, 1 Ep.Cor.9.12, Vett. Val.2.7 (pl.); material obstacle, D.S.1.32; interruption, check, τῆς ἁρμονίας D.H. Comp.22; τοῦ λόγου Aristid.Rh.2p.514S., cf. Iamb.Protr.21; κατ' ἐγκοπάς disjointedly, Longin.41.3.
German (Pape)
[Seite 709] ἡ, der Einschnitt, Suid.; bes. in den Knochen, Galen.; übertr., der Anstoß, das Hinderniß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοπή: ἡ, ἐντομή, Εὐστ. 1404. 56, Γαλην. ΙΙ. ἐμπόδιον, κώλυμα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. θ΄, 12· διακοπή, τῆς ἁρμονίας Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22· κατ’ ἐγκοπάς, συγκεχυμένως, Λογγῖν. 41.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
incision.
Étymologie: ἐγκόπτω.