κακηγορέω: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκηγορέω''': κακῶς ὁμιλῶ [[περί]] τινος, [[ὑβρίζω]], κακολογῶ, κατηγορῶ, τινα Πλάτ. Συμπ. 173D, Πολ. 395C· κακηγορεῖν τινα [[πρός]] τινα Ψευδο-Φωκυλ. 213· ἀπολ., ἀπεχόμενος... τοῦ κακηγορεῖν Πλάτ. Νόμ. 934Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14. - Παθ., κατηγοροῦμαι, κακολογοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 368C. | |lstext='''κᾰκηγορέω''': κακῶς ὁμιλῶ [[περί]] τινος, [[ὑβρίζω]], κακολογῶ, κατηγορῶ, τινα Πλάτ. Συμπ. 173D, Πολ. 395C· κακηγορεῖν τινα [[πρός]] τινα Ψευδο-Φωκυλ. 213· ἀπολ., ἀπεχόμενος... τοῦ κακηγορεῖν Πλάτ. Νόμ. 934Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14. - Παθ., κατηγοροῦμαι, κακολογοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 368C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />dire du mal, décrier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κακηγόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A speak ill of, abuse, slander, τινα Pl.Smp.173d, R. 395e, al.; τινὰ πρός τινα (v.l. παρά τινι) Ps.-Phoc.226: abs., ἀπεχόμενος . . τοῦ κακηγορεῖν from evil-speaking, Pl.Lg.934e, cf. Arist.EN 1129b23, Hyp.Fr.246:—Pass., to be abused, Pl.R.368b.
German (Pape)
[Seite 1298] Uebles nachreden, Schlimmes von Einem sagen, verläumden, schelten, τινά, Plat. Rep. II, 310 d; καὶ κωμῳδεῖν ἀλλήλους III, 395 e; Arist. eth. 5, 1 u. Sp., wie Luc. Pisc. 2. – Auch pass., ἡ δικαιοσύνη κακηγορουμένη Plat. Rep. II, 368 a.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηγορέω: κακῶς ὁμιλῶ περί τινος, ὑβρίζω, κακολογῶ, κατηγορῶ, τινα Πλάτ. Συμπ. 173D, Πολ. 395C· κακηγορεῖν τινα πρός τινα Ψευδο-Φωκυλ. 213· ἀπολ., ἀπεχόμενος... τοῦ κακηγορεῖν Πλάτ. Νόμ. 934Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14. - Παθ., κατηγοροῦμαι, κακολογοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 368C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dire du mal, décrier, acc..
Étymologie: κακηγόρος.