πολιά: Difference between revisions

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολιά''': ἡ, ἡ τῶν τριχῶν [[λευκότης]], πολιὰ χρόνου [[μήνυσις]], οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς [[ἀσθένεια]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, [[πολιότης]].
|lstext='''πολιά''': ἡ, ἡ τῶν τριχῶν [[λευκότης]], πολιὰ χρόνου [[μήνυσις]], οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς [[ἀσθένεια]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, [[πολιότης]].
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />chevelure gris-blanc.<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐά Medium diacritics: πολιά Low diacritics: πολιά Capitals: ΠΟΛΙΑ
Transliteration A: poliá Transliteration B: polia Transliteration C: polia Beta Code: polia/

English (LSJ)

ἡ,

   A greyness of hair, Men.Mon.705; as a disease, Arist.GA 784b13, Pr.894b9, Fr.235; σεμνὴ π. LXX 4 Ma.7.15, cf. Plu.2.4ib, Chor. p.15B., al.; πολιή σε κατεύνασε AP5.219 (Agath.): concrete, πολλῆς μὲν νεότητος, πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης Chor. in Lib.4.516R.

Greek (Liddell-Scott)

πολιά: ἡ, ἡ τῶν τριχῶν λευκότης, πολιὰ χρόνου μήνυσις, οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς ἀσθένεια, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, πολιότης.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
chevelure gris-blanc.
Étymologie: πολιός.