γρυπότης: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γρῡπότης''': -ητος, ἡ, [[κυρτότης]], τὸ ἀγκιστροειδὲς˙ ἐπὶ [[ῥινός]], κατ’ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σιμότης]], Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 12˙ ἐπὶ ῥάμφους, Πλούτ. 2. 994F˙ ἐπὶ ὀνύχων τῶν πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 641D. | |lstext='''γρῡπότης''': -ητος, ἡ, [[κυρτότης]], τὸ ἀγκιστροειδὲς˙ ἐπὶ [[ῥινός]], κατ’ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σιμότης]], Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 12˙ ἐπὶ ῥάμφους, Πλούτ. 2. 994F˙ ἐπὶ ὀνύχων τῶν πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 641D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> courbure crochue (d’un bec, d’un nez aquilin);<br /><b>2</b> courbure <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[γρυπός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A hookedness, of the nose, opp. σιμότης, X.Cyr.8.4.21, Arist. Rh.1360a27; of a beak, Plu.2.994f; of talons, ib.641d.
German (Pape)
[Seite 507] ητος, ἡ, Krümmung, Bug, Sp.; bes. der Bug der Habichtnase, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Arist. Rhet. 1, 4; ὀνύχων, Krümmung der Klauen, Plut. Symp. 2, 7, 2; χείλους de esu carn. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡπότης: -ητος, ἡ, κυρτότης, τὸ ἀγκιστροειδὲς˙ ἐπὶ ῥινός, κατ’ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σιμότης, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 12˙ ἐπὶ ῥάμφους, Πλούτ. 2. 994F˙ ἐπὶ ὀνύχων τῶν πτηνῶν, αὐτόθι 641D.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 courbure crochue (d’un bec, d’un nez aquilin);
2 courbure en gén.
Étymologie: γρυπός.