ἀπροαίρετος: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροαίρετος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὡρισμένου σκοποῦ, ὁ μὴ ἐσκεμμένος, ὁ μὴ βεβουλευμένος, ἐπὶ πράξεων, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 4. | |lstext='''ἀπροαίρετος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὡρισμένου σκοποῦ, ὁ μὴ ἐσκεμμένος, ὁ μὴ βεβουλευμένος, ἐπὶ πράξεων, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se fait sans choix préalable, non délibéré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προαιρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without set purpose, not deliberate, of actions, Arist.EN1135b10, Arr.Epict.2.16.1, Plot.1.2.5, etc. Adv. -τως Hp.Prog.2, Arist. EN1106a3, Phld. Ir.p.93 W., etc. 2 of things, incapable of choice or purpose, Hermog. Id.2.4; not under the control of will, Phld.D.3Fr.75, M.Ant.6.41,al.
German (Pape)
[Seite 338] unvorsätzlich, unüberlegt; Arist. Eth. 5, 8 stellt es mit dem Folgdn zusammen; was außer des Menschen Willen, nicht in seiner Macht liegt, Epict.; Plut.; – adv., Arist. eth. 2, 5; D. L. 2, 87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροαίρετος: -ον, ὁ ἄνευ ὡρισμένου σκοποῦ, ὁ μὴ ἐσκεμμένος, ὁ μὴ βεβουλευμένος, ἐπὶ πράξεων, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait sans choix préalable, non délibéré.
Étymologie: ἀ, προαιρέω.