ἀνταπολαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνταπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[ἀπολαμβάνω]] ἐν τῷ μέρει, [[ἀπολαμβάνω]] ἀμοιβαίως, [[τελέως]] τε καὶ λαμπρῶς [[ἔοικα]] ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2. | |lstext='''ἀνταπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[ἀπολαμβάνω]] ἐν τῷ μέρει, [[ἀπολαμβάνω]] ἀμοιβαίως, [[τελέως]] τε καὶ λαμπρῶς [[ἔοικα]] ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=recevoir en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἀπολάμβανω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A receive or accept in return, ἑστίασιν Pl.Ti.27b; χάριν D.20.46.
German (Pape)
[Seite 244] (s. λαμβάνω), dagegen empfangen, Plat. Tim. 27 b; χάριν Dem. 20, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἀπολαμβάνω ἐν τῷ μέρει, ἀπολαμβάνω ἀμοιβαίως, τελέως τε καὶ λαμπρῶς ἔοικα ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.
French (Bailly abrégé)
recevoir en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπολάμβανω.