διαβαστάζω: Difference between revisions
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβαστάζω''': μέλλ. -άσω, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. [[δοκιμάζω]] τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. [[ὑποφέρω]] τι [[μέχρι]] τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D. | |lstext='''διαβαστάζω''': μέλλ. -άσω, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. [[δοκιμάζω]] τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. [[ὑποφέρω]] τι [[μέχρι]] τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33. 2 contain, Vett. Val.222.1.
Greek (Liddell-Scott)
διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.