κακοζηλία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοζηλία''': ἡ, οὐσιαστ. τοῦ [[κακόζηλος]], ἀντίθετον τῷ [[εὐζηλία]], Πολύβ. 10. 25, 10· ἰδίως ἐπὶ ὕφους, [[κακόζηλος]] [[μίμησις]], «γίνεται δὲ [[ὥσπερ]] ἐν λόγοις οὕτω καὶ ἐν ὀρχήσει ἡ πρὸς τῶν πολλῶν λεγομένη [[κακοζηλία]], ὑπερβαινόντων τὸ [[μέτρον]] τῆς μιμήσεως καὶ [[πέρα]] τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων» Λουκ. π. Ὀρχ. 82. | |lstext='''κᾰκοζηλία''': ἡ, οὐσιαστ. τοῦ [[κακόζηλος]], ἀντίθετον τῷ [[εὐζηλία]], Πολύβ. 10. 25, 10· ἰδίως ἐπὶ ὕφους, [[κακόζηλος]] [[μίμησις]], «γίνεται δὲ [[ὥσπερ]] ἐν λόγοις οὕτω καὶ ἐν ὀρχήσει ἡ πρὸς τῶν πολλῶν λεγομένη [[κακοζηλία]], ὑπερβαινόντων τὸ [[μέτρον]] τῆς μιμήσεως καὶ [[πέρα]] τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων» Λουκ. π. Ὀρχ. 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvais goût, affectation.<br />'''Étymologie:''' [[κακόζηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A unhappy imitation or rivalry, v.l. for -ζηλωσία, Plb.10.22.10 (ap. Suid. s.v. Φιλοποίμην). II Rhet., of style, affectation, Luc.Salt. 82, Demetr.Eloc.189.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, schlechte, verkehrte Nachahmung; ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων Luc. Salt. 82; schlechter, verkehrter Eifer, Pol. 10, 25, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοζηλία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ κακόζηλος, ἀντίθετον τῷ εὐζηλία, Πολύβ. 10. 25, 10· ἰδίως ἐπὶ ὕφους, κακόζηλος μίμησις, «γίνεται δὲ ὥσπερ ἐν λόγοις οὕτω καὶ ἐν ὀρχήσει ἡ πρὸς τῶν πολλῶν λεγομένη κακοζηλία, ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων» Λουκ. π. Ὀρχ. 82.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais goût, affectation.
Étymologie: κακόζηλος.