πυλίς: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[πύλη]], μικρὰ [[πύλη]], θυρίδιον, Ἡρόδ. 1. 180. 186, Θουκ. 4. 110, κτλ.˙ ὁ [[Ἑρμῆς]] ὁ πρὸς τῇ πυλίδι Δημ. 1146 ἐν τελ.˙ ὁ [[τοῖχος]] σὺν τῇ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1948. | |lstext='''πῠλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[πύλη]], μικρὰ [[πύλη]], θυρίδιον, Ἡρόδ. 1. 180. 186, Θουκ. 4. 110, κτλ.˙ ὁ [[Ἑρμῆς]] ὁ πρὸς τῇ πυλίδι Δημ. 1146 ἐν τελ.˙ ὁ [[τοῖχος]] σὺν τῇ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1948. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite porte, guichet, poterne.<br />'''Étymologie:''' [[πύλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of πύλη,
A little gate, postern, Hdt.1.180, 186, Th. 4.110, SIG813B6 (Delph., i A.D.), etc.; ὁ Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ π. D.47.26; π. χάρακος Onos.10.20; τὸν . . τοῖχον σὺν τῇ π. CIG1948 (inc. loc.). II pl., a disease of the anus, prob. multiple fistula, Gal. 15.329.
German (Pape)
[Seite 817] ίδος, ἡ, dim. von πύλη, Thürchen; Her. 1, 180; Plat. Lys. 203 a; Is. 6, 20; Pol. 8, 31, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πύλη, μικρὰ πύλη, θυρίδιον, Ἡρόδ. 1. 180. 186, Θουκ. 4. 110, κτλ.˙ ὁ Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ πυλίδι Δημ. 1146 ἐν τελ.˙ ὁ τοῖχος σὺν τῇ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1948.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petite porte, guichet, poterne.
Étymologie: πύλη.