χαρακόω: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαρᾰκόω''': μέλλ. -ώσω, περιφράττω διὰ χαρακώματος, περιφράττω, ὀχυρώνω. Ἐλάτειαν καταλαβὼν ἐχαράκωσε καὶ φρουρὰν εἰσήγαγε Αἰσχίν. 73. 29· ἐχαράκουν καὶ ἐτάφρευον τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 505. 95, πρβλ. Πλουτ. Κλεομ. 20· μεταφορ., οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον, οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι Φιλόστρ. 304· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, χ. ἀκάνθαις Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· τὸ [[στόμα]] ὁδοῦσι Στοβ. Ἐκλογ. Ἠθ. 1086. - Παθ., κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις, ἐπὶ τοῦ ἐχίνου (ἀκανθοχοίρου), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· μεταφορ., [[μᾶζα]] κεχαρακωμένη ἀχύροις Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· - παρὰ τῷ Ἀντων. Λιβ. 12, ὁ Xylander διώρθωσεν ἐκαρώθη (ἐναρκώθη) ἀντὶ ἐχαρακώθη. 2) ἀπολ., καὶ [[δύναμις]] βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχαράκωσεν ἐπὶ Ἰερουσαλήμ, ἤγειρε χαρακώματα [[ἐναντίον]] αὐτῆς, ἐπολιόρκησεν αὐτήν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΘ´, 2). ΙΙ. [[ὑποστηρίζω]] διὰ χαράκων, οἱ μὲν ταπεινότερον, οἱ δὲ ὑψηλότερον χαρακοῦσι τὰς ἀμπέλους Γεωπ. 5. 27, 1· χαρακῶν [[συκόμορον]] Θεοδοτ. Ἀμὼς Ζ´, 14. | |lstext='''χαρᾰκόω''': μέλλ. -ώσω, περιφράττω διὰ χαρακώματος, περιφράττω, ὀχυρώνω. Ἐλάτειαν καταλαβὼν ἐχαράκωσε καὶ φρουρὰν εἰσήγαγε Αἰσχίν. 73. 29· ἐχαράκουν καὶ ἐτάφρευον τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 505. 95, πρβλ. Πλουτ. Κλεομ. 20· μεταφορ., οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον, οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι Φιλόστρ. 304· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, χ. ἀκάνθαις Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· τὸ [[στόμα]] ὁδοῦσι Στοβ. Ἐκλογ. Ἠθ. 1086. - Παθ., κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις, ἐπὶ τοῦ ἐχίνου (ἀκανθοχοίρου), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· μεταφορ., [[μᾶζα]] κεχαρακωμένη ἀχύροις Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· - παρὰ τῷ Ἀντων. Λιβ. 12, ὁ Xylander διώρθωσεν ἐκαρώθη (ἐναρκώθη) ἀντὶ ἐχαρακώθη. 2) ἀπολ., καὶ [[δύναμις]] βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχαράκωσεν ἐπὶ Ἰερουσαλήμ, ἤγειρε χαρακώματα [[ἐναντίον]] αὐτῆς, ἐπολιόρκησεν αὐτήν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΘ´, 2). ΙΙ. [[ὑποστηρίζω]] διὰ χαράκων, οἱ μὲν ταπεινότερον, οἱ δὲ ὑψηλότερον χαρακοῦσι τὰς ἀμπέλους Γεωπ. 5. 27, 1· χαρακῶν [[συκόμορον]] Θεοδοτ. Ἀμὼς Ζ´, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />entourer de pieux, palissader, acc..<br />'''Étymologie:''' [[χάραξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A fence by a palisade, fortify, Ἐλάτειαν Aeschin.3.140; χ. καὶ ταφρεύειν πόλιν D.S.23.18, cf. Plu.Cleom.20; metaph., χ. τὸν πλοῦτον Philostr.VA7.23: c. dat. modi, τὸ στόμα ὀδοῦσι Herm. ap. Stob.1.49.69; τὼ πόδε σκύτεσιν Max.Tyr.36.2:—Pass., ὄστρακον κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις, of the echinus, Arist.PA679b29; metaph., μᾶζα κεχαρακωμένη ἀχύροις Antiph.226.1: f.l. for ἐκαρώθη in Ant.Lib.12.4. 2 abs., χ. ἐπὶ Ἰερουσαλήμ raise a barricade against it, besiege it, LXXJe.39(32).2. II prop vines with stakes, [ἄμπελον] PCair.Zen.229 (iii B. C.), cf. Gp.5.27.1; βλαστόν PSI6.624.14 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1335] 1) pfählen, mit Pfählen versehen und stützen, z. B. ἄμπελον, Geopon. – 2) mit Pfählen umgeben und befestigen, verpallisadiren, Ἐλάτειαν Aesch. 3, 140; auch ἀχύροις κεχαρακωμένη μᾶζα, Antiphan. bei Ath. II, 60 c; ἀκάνθαις Arist. partt. an. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
χαρᾰκόω: μέλλ. -ώσω, περιφράττω διὰ χαρακώματος, περιφράττω, ὀχυρώνω. Ἐλάτειαν καταλαβὼν ἐχαράκωσε καὶ φρουρὰν εἰσήγαγε Αἰσχίν. 73. 29· ἐχαράκουν καὶ ἐτάφρευον τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 505. 95, πρβλ. Πλουτ. Κλεομ. 20· μεταφορ., οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον, οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι Φιλόστρ. 304· μετὰ δοτ. τρόπου, χ. ἀκάνθαις Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· τὸ στόμα ὁδοῦσι Στοβ. Ἐκλογ. Ἠθ. 1086. - Παθ., κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις, ἐπὶ τοῦ ἐχίνου (ἀκανθοχοίρου), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· μεταφορ., μᾶζα κεχαρακωμένη ἀχύροις Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· - παρὰ τῷ Ἀντων. Λιβ. 12, ὁ Xylander διώρθωσεν ἐκαρώθη (ἐναρκώθη) ἀντὶ ἐχαρακώθη. 2) ἀπολ., καὶ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχαράκωσεν ἐπὶ Ἰερουσαλήμ, ἤγειρε χαρακώματα ἐναντίον αὐτῆς, ἐπολιόρκησεν αὐτήν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΘ´, 2). ΙΙ. ὑποστηρίζω διὰ χαράκων, οἱ μὲν ταπεινότερον, οἱ δὲ ὑψηλότερον χαρακοῦσι τὰς ἀμπέλους Γεωπ. 5. 27, 1· χαρακῶν συκόμορον Θεοδοτ. Ἀμὼς Ζ´, 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer de pieux, palissader, acc..
Étymologie: χάραξ.