κλωπεία: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλωπεία''': ἡ, [[κλοπή]], Πλάτ. Νόμ. 823Β, Ἰσοκρ. 277Β, 278C, Στράβ. 734, κτλ.· ― οἱ ἡμαρτημ. τύποι, [[κλοπεία]], [[κλοπεύω]], [[εἶναι]] κοινοὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. | |lstext='''κλωπεία''': ἡ, [[κλοπή]], Πλάτ. Νόμ. 823Β, Ἰσοκρ. 277Β, 278C, Στράβ. 734, κτλ.· ― οἱ ἡμαρτημ. τύποι, [[κλοπεία]], [[κλοπεύω]], [[εἶναι]] κοινοὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />vol, larcin.<br />'''Étymologie:''' [[κλωπεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A theft, Pl.Lg. 823b (pl.), Isoc.12.211, 218, v.l. in Str.15.3.18, Plu.Phil.4. II name of a dance, Juba 74:—κλοπεία is freq. as v.l. κλωπ-εύω, steal, X.An.6.1.1, Lac.2.7, Luc.Cat.1, Tox.49.
German (Pape)
[Seite 1458] ἡ, = κλοπεία, scheint überall nach den besseren mss. vorzuziehen, Plat. Legg. VII, 823 e u. Sp., wie Plut. Philop. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κλωπεία: ἡ, κλοπή, Πλάτ. Νόμ. 823Β, Ἰσοκρ. 277Β, 278C, Στράβ. 734, κτλ.· ― οἱ ἡμαρτημ. τύποι, κλοπεία, κλοπεύω, εἶναι κοινοὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vol, larcin.
Étymologie: κλωπεύω.