ποιμενικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποιμενικός''': -ή, -όν, ([[ποιμήν]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ποιμένα, [[θῶκος]] Θεόκρ. 1. 23˙ [[πίλημα]] Καλλ. Ἀποσπ. 125˙ [[ἀγγεῖον]] Ἀθήν. 475D˙ κτλ.˙ ― ἡ ποιμενικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολ. 345D. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 110. | |lstext='''ποιμενικός''': -ή, -όν, ([[ποιμήν]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ποιμένα, [[θῶκος]] Θεόκρ. 1. 23˙ [[πίλημα]] Καλλ. Ἀποσπ. 125˙ [[ἀγγεῖον]] Ἀθήν. 475D˙ κτλ.˙ ― ἡ ποιμενικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολ. 345D. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 110. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de berger, pastoral ; ἡ ποιμενική ([[τέχνη]]) PLAT l’art de faire paître les troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[ποιμήν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ποιμήν)
A of or for a shepherd, θῶκος Theoc.1.23; πίλημα Call.Fr.125; ἀγγεῖον Nic. ap. Ath.11.475d, etc.: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.R.345d.
German (Pape)
[Seite 651] hirtlich, zum Hirten od. Hirtenleben gehörig; ἡ ποιμενική, die Hirtenkunst, Plat. Rep. I, 345 d; ein Hirtenleben führend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμενικός: -ή, -όν, (ποιμήν) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ποιμένα, θῶκος Θεόκρ. 1. 23˙ πίλημα Καλλ. Ἀποσπ. 125˙ ἀγγεῖον Ἀθήν. 475D˙ κτλ.˙ ― ἡ ποιμενικὴ (ἐξυπ. τέχνη) Πλάτ. Πολ. 345D. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 110.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de berger, pastoral ; ἡ ποιμενική (τέχνη) PLAT l’art de faire paître les troupeaux.
Étymologie: ποιμήν.