ὑφαντικός: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑφαντικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]], ἐπιδέξιος εἰς τὴν ὑφαντικήν, ὑφαντικὸς μὲν ἄρα κερκίδι [[καλῶς]] χρήσεται Πλάτ. Κρατ. 388C· τὸν ὑφαντικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 490D· ὁ τῷ ὑφάντῃ ἢ τῷ ὑφαίνειν ἀνήκων, ὑφαντικὸν δέ γε ἡ [[κερκίς]]; Πλάτ. Κρατ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ὑφάντου, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388C. ΙΙ. ἡ ὑφαντικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ὑφαίνειν, [[ὥσπερ]] ἡ ὑφαντ. περὶ τὴν τῶν ἱματίων ἐργασίαν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 449D. | |lstext='''ὑφαντικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]], ἐπιδέξιος εἰς τὴν ὑφαντικήν, ὑφαντικὸς μὲν ἄρα κερκίδι [[καλῶς]] χρήσεται Πλάτ. Κρατ. 388C· τὸν ὑφαντικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 490D· ὁ τῷ ὑφάντῃ ἢ τῷ ὑφαίνειν ἀνήκων, ὑφαντικὸν δέ γε ἡ [[κερκίς]]; Πλάτ. Κρατ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ὑφάντου, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388C. ΙΙ. ἡ ὑφαντικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ὑφαίνειν, [[ὥσπερ]] ἡ ὑφαντ. περὶ τὴν τῶν ἱματίων ἐργασίαν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 449D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de tisser <i>ou</i> le tisserand : ἡ ὑφαντική ([[τέχνη]]) l’art du tisserand.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in weaving, Pl.Cra.388c sq.; τὸν -ώτατον Id.Grg.490d. Adv. -κῶς in weaver-like fashion, Id.Cra. l. c. II ἡ ὑφαντική (sc. τέχνη) the art of weaving, Democr.154, Pl.Grg.449d, Arist.Pol.1256a6, Phld.Mus.p.103 K.; in full, ὑ. τέχνη PSI3.241.8 (iii A. D.). 2 τὸ τέλος τοῦ -κοῦ tax on weaving, Ostr.Bodl. i 127 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος, ἐπιδέξιος εἰς τὴν ὑφαντικήν, ὑφαντικὸς μὲν ἄρα κερκίδι καλῶς χρήσεται Πλάτ. Κρατ. 388C· τὸν ὑφαντικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 490D· ὁ τῷ ὑφάντῃ ἢ τῷ ὑφαίνειν ἀνήκων, ὑφαντικὸν δέ γε ἡ κερκίς; Πλάτ. Κρατ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ὑφάντου, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388C. ΙΙ. ἡ ὑφαντικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ὑφαίνειν, ὥσπερ ἡ ὑφαντ. περὶ τὴν τῶν ἱματίων ἐργασίαν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 449D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’art de tisser ou le tisserand : ἡ ὑφαντική (τέχνη) l’art du tisserand.
Étymologie: ὑφαίνω.