ἰχθυοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχθυοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἰχθῦς, [[συχν]]. παρὰ Κωμ., ὡς Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 344. 10, Ἀντιφάνης, ἐν «Βουταλίωνι» 1. 7, Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι»1, κ. ἀλλ.· - θηλ. ἰχθυόπωλις [[ἀγορά]], [[ἔνθα]] πωλοῦνται οἱ ἰχθύες, «τὰ ψαράδικα», Πλούτ. 2. 849D· - ἰχθυοπωλέω, πωλῶ ἰχθῦς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 26. | |lstext='''ἰχθυοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἰχθῦς, [[συχν]]. παρὰ Κωμ., ὡς Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 344. 10, Ἀντιφάνης, ἐν «Βουταλίωνι» 1. 7, Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι»1, κ. ἀλλ.· - θηλ. ἰχθυόπωλις [[ἀγορά]], [[ἔνθα]] πωλοῦνται οἱ ἰχθύες, «τὰ ψαράδικα», Πλούτ. 2. 849D· - ἰχθυοπωλέω, πωλῶ ἰχθῦς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[πωλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fishmonger, freq. in Com., Ar. Fr.387.10, Antiph.68.7, Alex.56.1; also in Pap., BGU330.10, etc.: —fem. ἰχθῠό-πωλις ἀγορά fish-market, Plu.2.849e, Maiuri Nuova Silloge 440 (Cos).
German (Pape)
[Seite 1276] ὁ, Fischhändler; com. bei Ath. VI, 224 f; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἰχθῦς, συχν. παρὰ Κωμ., ὡς Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 344. 10, Ἀντιφάνης, ἐν «Βουταλίωνι» 1. 7, Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι»1, κ. ἀλλ.· - θηλ. ἰχθυόπωλις ἀγορά, ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἰχθύες, «τὰ ψαράδικα», Πλούτ. 2. 849D· - ἰχθυοπωλέω, πωλῶ ἰχθῦς, Πολυδ. Ζ΄, 26.