διάπλοος: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, [[διάπλευσις]], διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) [[τόπος]] ἢ [[μέρος]] κατάλληλον [[ὅπως]] περάσῃ τις [[πλέων]], πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ [[μέτωπον]] πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε. | |lstext='''διάπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, [[διάπλευσις]], διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) [[τόπος]] ἢ [[μέρος]] κατάλληλον [[ὅπως]] περάσῃ τις [[πλέων]], πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ [[μέτωπον]] πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>οος, οον;<br />qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].<br /><span class="bld">2</span>όου (ὁ) :<br /><b>1</b> traversée, navigation;<br /><b>2</b> passage pour des navires, chenal.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, contr. διά-πλους, ουν, I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers.382. II as Subst., διάπλους, ὁ, a voyage across, passage, πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93; ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31. 2 room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Id.4.8. 3 cross-channel, Pl.Criti.118e.
Greek (Liddell-Scott)
διάπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, διάπλευσις, διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) τόπος ἢ μέρος κατάλληλον ὅπως περάσῃ τις πλέων, πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ μέτωπον πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε.
French (Bailly abrégé)
1οος, οον;
qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.
Étymologie: διαπλέω.
2όου (ὁ) :
1 traversée, navigation;
2 passage pour des navires, chenal.
Étymologie: διαπλέω.