κατεπάλμενος: Difference between revisions
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατεπάλμενος''': ἴδε [[κατεφάλλομαι]]·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω. | |lstext='''κατεπάλμενος''': ἴδε [[κατεφάλλομαι]]·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[κατεφάλλομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
κατέπ-αλτο,
A v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.
German (Pape)
[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.
Greek (Liddell-Scott)
κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.
French (Bailly abrégé)
v. κατεφάλλομαι.